κώμαρχος

κώμαρχος
(I)
κώμαρχος, ὁ (Α)
αρχηγός κώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -αρχος* (πρβλ. θήρ-αρχος, φρούρ-αρχος)].
————————
(II)
κώμαρχος, ὁ (Α)
κωμάρχης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κώμαρχος — leader of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάρχου — κώμαρχος leader of a masc gen sg κωμάρχης head man of a village masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάρχῳ — κώμαρχος leader of a masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμαρχον — κώμαρχος leader of a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PENTECOMARCHUS — apud Sim. Dunelmensem A. C. 887. Perturbatus erat frequenter animô contra Principes et Pentecomarchos: ex Graeco Πέντε, quinque, et Κωμάρχης vel Κωμαρχὸς, vicorum Praefectus, nomen dignitatis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”